- Γενοβέζος
- -α, -ικοαυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Γένουα, ο Γενουάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στρότζι Μπερνάρντο, ο επονομαζόμενος Γενοβέζος Καπουτσίνος — (Strozzi). Ιταλός ζωγράφος (Τζένοβα 1581 – Βενετία 1644). Μπήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων το 1598 και μετά παραμονή πολλών ετών αποχώρησε το 1630. Την καλλιτεχνική του μόρφωση την απόχτησε στη Γένοβα και επηρεάστηκε από την τοπική τεχνοτροπία της … Dictionary of Greek
Γενουάτης — ο ο Γενοβέζος* … Dictionary of Greek
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνες — (Giustiniani). Επώνυμο λογίων και αξιωματούχων από τη Βενετία και τη Γένοβα. 1. Άγγελος (Χίος 1520 – Γένοβα 1599). Θεολόγος. Πήρε μέρος σε διάφορες εκκλησιαστικές συνόδους του 16ου αι., στις οποίες διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα και την … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Μπαβάστρο, Τζουζέπε — (Giuseppe Bavastro, 1760 – 1833). Γενοβέζος πειρατής. Φίλος του Μασένα, του πρόσφερε τις υπηρεσίες του κατά την πολιορκία της Γένοβας (1800) και στη συνέχεια άρχισε επιθέσεις εναντίον των Άγγλων. Μετά την πτώση του Μεγάλου Ναπολέοντα πολέμησε στο … Dictionary of Greek
Σπινόλα, Πέτρος — (Spinola). Γενοβέζος ναύαρχος. Έζησε το 15o αι. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον της Βενετίας. Το 1432, σε αντίποινα για τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Βενετοί στη Χίο, που εκείνη την εποχή ήταν στην κυριαρχία των Γενοβέζων, λεηλάτησε τα νησιά… … Dictionary of Greek
Ταβία — Μεσαιωνική κωμόπολη της Αρκαδίας, από τις σπουδαιότερες της Πελοποννήσου κατά τον 15o αι. μ.Χ. Το 1418 επιτέθηκε εναντίον της από το Ναβαρίνο ο Γενοβέζος Κεντυρίων, για να μπορέσει να επεκτείνει τη δύναμή του στην Πελοπόννησο και να βλάψει τους… … Dictionary of Greek